- σφυροδέτης
- σφυρο-δέτης, ὁ, ein Band um die Knöchel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφυροδέτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται «ἡ λέξις παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιρο δέτης] … Dictionary of Greek